- σαλμονέλ(λ)ωση
- η, Ν1. ιατρ. γενικός όρος που αναφέρεται στις μολύνσεις από τα βακτήρια τού γένους σαλμονέλ(λ)α, μολύνσεις στις οποίες περιλαμβάνονται ο τυφοειδής και παρατυφοειδής πυρετός, καθώς και μία σειρά τροφικών λοιμώξεων με γαστρεντερική εντόπιση και, σπανιότερα, εξωπεπτικών διαταραχών2. (κτην.) νόσος που προσβάλλει τα κατοικίδια ζώα και τής οποίας τα κύρια συμπτώματα είναι οξεία σηψαιμία και οξεία ή χρόνια εντερίτιδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. salmonelosis < salmonella (βλ. σαλμονέλ[λ]α)].
Dictionary of Greek. 2013.